- άρρυθμος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν έχει ρυθμό, που εμφανίζει αρρυθμία: Οι χτύποι της καρδιάς του είναι άρρυθμοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄρρυθμος — unrhythmical masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρρυθμος — η, ο (AM ἄρρυθμος, ον) [ρυθμός] 1. αυτός που δεν έχει ρυθμό ούτε αναλογία ή συμμετρία 2. ο ακατάστατος αρχ. ο αντίθετος, ο εχθρικός … Dictionary of Greek
ἀρρυθμότερον — ἄρρυθμος unrhythmical adverbial comp ἄρρυθμος unrhythmical masc acc comp sg ἄρρυθμος unrhythmical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρύθμως — ἄρρυθμος unrhythmical adverbial ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρρυθμον — ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem acc sg ἄρρυθμος unrhythmical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρύθμου — ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρύθμους — ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρύθμων — ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρύθμῳ — ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρρυθμα — ἄρρυθμος unrhythmical neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)